- αγρατζούνιστος
- -η, -ο και αγρατζούνιγος και αγρατσούνιστος και αγρατσούνιγος και αγρατσάνιστοςαυτός που δεν γρατζουνίστηκε, αυτός που δεν έπαθε γδαρσίματα, αμυχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + γρατζουνιστός ή γρατσουνιστός ή γρατσανιστός < γρατζουνίζω ή γρατσουνίζω ή γρατσανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.